Θα μου χαρίσετε αυτό το ταγκό;
Θα μου χαρίσετε αυτό το ταγκό;
Έξις δευτέρα φύσις. Παρότι υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν αξίζει να επιχειρηματολογεί κανείς (ειδικά Λαζογερμανός) εναντίον της καθεστηκυίας τάξης των ελληνικών ΜΜΕ και της φτηνής πολιτικής συνθηματολογίας, επιστρέφω στον σχολιασμό της επικαιρότητας. Αφορμή είναι η κόντρα μεταξύ των δύο “μεγάλων κομμάτων” της βουλής σχετικά με την πατρίδα του Μαραντόνα.
Η ιστορία ξεκίνησε με τη φράση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς τον διορισμένο υπουργό οικονομικών (και ένθερμο μνημονιακό): “Μακάρι να είχαμε γίνει Αργεντινή”. Όλη η δήλωσή του ήταν: “Δεν μπορεί όμως να αντέξει ο λαός αυτή την πολιτική. Λέτε πως "δεν γίναμε Αργεντινή". Μακάρι να είχαμε γίνει: Η Αργεντινή πέρασε μια μεγάλη δυσκολία και οι πολίτες της κατάφεραν με αξιοπρέπεια να σταθούν στα πόδια τους. Εσείς δυστυχώς μας οδηγείτε σε άλλες πολύ χειρότερες καταστάσεις: θα είμαστε υποτελείς, όλη η Ελλάδα θα έχει γίνει μια Ειδική Οικονομική Ζώνη”.
Η Νέα (?) Δημοκρατία έσπευσε να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά τη δήλωση Τσίπρα εκδίδοντας την ακόλουθη ανακοίνωση: “Ο κ. Τσίπρας εύχεται η Ελλάδα να χρεοκοπήσει, όπως η Αργεντινή. Του θυμίζουμε ότι ο αντίστοιχος 'Τσίπρας' στην Αργεντινή εγκατέλειψε τη χώρα του με ελικόπτερο”. Θα ήθελα να αντιπαρέλθω αυτή την ανακοίνωση για να προχωρήσω στα πιο σημαντικά, αλλά είναι πολύ ρηχή για να μείνει ασχολίαστη. Το ύφος της είναι ενδεικτικό της ελαφρότητας του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα σήμερα. Ακόμη δεν έχω μπορέσει να διαπιστώσω εάν είναι αντιπροσωπευτική μίας νέας διαλεκτικής του πολιτικού χώρου (την οποία ούτε οι παραδοσιακά απλοϊκοί και αφελείς αμερικανοί ρεμπουμπλικάνοι θα μπορούσαν να υιοθετήσουν) ή εάν προϋπήρχε της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας, δηλαδή εάν οι δηλώσεις των παραδοσιακών κομμάτων χαρακτηρίζονταν πάντα από παιδιάστικη επιχειρηματολογία (του στυλ “χιχι, είπες μια κακή λέξη”, “μα, εγώ είπα ‘μια που τ’αναφέραμε...’ ”, “νάτο, το είπες πάλι, χιχι”). Κι ενώ η πρώτη πρόταση (σχετικά με το τι είπε ο “κ. Τσίπρας”) είναι εξόφθαλμα άκυρη, η δεύτερη (για το τι έπαθε “ο αντίστοιχος 'Τσίπρας' στην Αργεντινή”) είναι ανεξήγητη. Εάν πιστεύουν (όπως και είναι το λογικό) ότι ο “κ. Τσίπρας” είναι “κακός” πολιτικός, τότε το να εγκαταλείψει τη χώρα με ελικόπτερο είναι “καλή” εξέλιξη και το λογικό συμπέρασμα είναι ότι είναι και αυτοί θιασώτες μιας “αργεντίνικης λύσης”. Εάν πιστεύουν ότι είναι “καλός”, τότε οι ίδιοι δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Εκτός κι αν είναι απλά μια φιλική προειδοποίηση μεταξύ επαγγελματιών πολιτικών που νοιάζονται μόνο για την καρέκλα τους, δηλαδή “πρόσεχε, κολλητέ, ούτε εσένα συμφέρει αυτή η λύση” (παρεμπιπτόντως, αυτός που έφυγε με ελικόπτερο, δηλαδή ο κεντροαριστερός Ντε λα Ρούα, είχε προλάβει να κυβερνήσει για τρία χρόνια εφαρμόζοντας πιστά τις υποδείξεις του ΔΝΤ, οπότε μάλλον για “αντίστοιχος ‘Βενιζέλος’”, παρά για “αντίστοιχος ‘Τσίπρας’” μου κάνει).
Σε κάθε περίπτωση, ένα κοινό συμπέρασμα που βγαίνει από τις δύο δηλώσεις είναι ότι αμφότεροι θεωρούν μια περιπέτεια παρόμοια με αυτή της Αργεντινής απευκταία, με τον πρώτο επιπροσθέτως να προειδοποιεί ότι, έτσι όπως πάμε, θα παρακαλάμε να είχαμε γίνει απλά Αργεντινή (ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε, κατόπιν εορτής, ότι "ήθελε να καταδείξει ότι η ακολουθούμενη πολιτική θα οδηγήσει σε χειρότερες καταστάσεις από αυτή της Αργεντινής και όχι βέβαια πως αποτελεί θετική προοπτική για τη χώρα").
Πέρα όμως από τις σκοπιμότητες του λόγου των πολιτικών, που δεν έχουν καμία διάθεση να μας στείλουν μηνύματα που δεν “πουλάνε”, υπάρχουν και κάποιοι που εδώ και καιρό προτείνουν ως λύση στο ελληνικό πρόβλημα αυτό ακριβώς που απεύχονται οι πολιτικοί: ένα ταγκό του Ζαλόγγου, δηλαδή αποδέσμευση από το κοινό νόμισμα, υποτίμηση και αθέτηση πληρωμών, όπως έκανε και η Αργεντινή το 2002 (μία άλλη λύση που προτείνεται είναι η παρόμοια “ισλανδική περιπέτεια”). Νομίζω πως η πιο εμπεριστατωμένη άποψη αυτού του είδους είναι η έκθεση των Γουάισμπροτ και Μοντεσίνο (“Περισσότερος πόνος – κανένα όφελος για την Ελλάδα”) που συντάχθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, δηλαδή λίγο πριν από την υπογραφή του τρίπτυχου Μνημόνιο 2-Δανειακή-PSI+. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τις δηλώσεις των πολιτικών και το τι εννοεί ο καθένας τους, η απορία παραμένει:
θέλουμε ή δεν θέλουμε να γίνουμε Αργεντινή;
Ας δούμε τα γεγονότα και τα στοιχεία:
➡Α 1983: επαναφορά της δημοκρατίας μετά από επταετή χούντα
✓Ε 1974: επαναφορά της δημοκρατίας μετά από επταετή χούντα
➡Α 1983-1991: τα οικονομικά της χώρας πάνε από το κακό στο χειρότερο
✓Ε 1974-1993: το δημόσιο χρέος αυξάνεται από 22% σε 100%
➡Α 1991-1998: κλείδωμα ισοτιμίας με το δολλάριο, ανάπτυξη, φοροδιαφυγή, αύξηση εισαγωγών, διαρροή κεφαλαίων
✓Ε 1993-2007: “εκσυγχρονισμός”, ανάπτυξη, κλείδωμα ισοτιμίας με ευρώ και υιοθέτησή του, διαρροή κεφαλαίων λόγω αστρονομικού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών
➡Α 1999-2002: εφαρμογή περικοπών υπό την καθοδήγηση του ΔΝΤ, ύφεση
✓Ε 2008-2012: ύφεση, πρόσκληση ΔΝΤ & Σια (=Τρόικα), περικοπές, ύφεση
Είναι προφανές ότι η ιστορία των δύο κρίσεων είναι εντυπωσιακά όμοια, με μόνες διαφορές ότι α) η χρονολογική εξέλιξη ήταν πιο σύντομη στην Αργεντινή, με τα 40 χρόνια της ελληνικής μεταπολίτευσης να συμπιέζονται σε 20 αντίστοιχα χρόνια στην Αργεντινή, β) η Ελλάδα υιοθέτησε το νόμισμα με το οποίο συνδέθηκε και γ) στην Αργεντινή το ΔΝΤ προϋπήρχε της κρίσης (και εν μέρει ευθύνεται γι’αυτήν), ενώ στην Ελλάδα προσκλήθηκε μετά την έναρξή της (για να ρίξει λάδι στη φωτιά).
Σε σχέση με τους αριθμούς που χαρακτηρίζουν τις δύο κρίσεις, η Αργεντινή έχασε το 18% του ΑΕΠ της, άλλαξε τέσσερις προέδρους σε λιγότερο από δύο χρόνια και είδε την ανεργία της να ανεβαίνει στο 22% (κατά άλλους μέχρι 25%). Η Ελλάδα, με βάση τις προβλέψεις του ΔΝΤ των αρχών του χρόνου, αναμένονταν μέχρι το τέλος του 2012 να έχει χάσει 15,8% του ΑΕΠ από το 2007 (οι προβλέψεις αυτές είναι μάλλον υπεραισιόδοξες, δεδομένης της αναθεωρημένης ύφεσης στο διπλάσιο αυτής που είχε υποτεθεί στις αρχές της χρονιάς), έχει τον τέταρτο πρωθυπουργό (Παπανδρέου Γ´, Παπαδήμος, Πικραμένος, Σαμαράς) σε λιγότερο από έναν χρόνο και η ανεργία βρίσκεται ήδη στο 24,4%. Είναι προφανές ότι, όσον αφορά στην εξέλιξη της κρίσης, την πολιτική διαδοχή και την κατάσταση της οικονομίας, είμαστε ήδη Αργεντινή (κάτι που επισήμανε και ο Δελαστίκ πριν από μισό χρόνο).
Εκεί όμως που υστερούμε πολύ είναι οι προοπτικές που έχει η οικονομία μας: η ύφεση προβλέπεται να συνεχιστεί για τουλάχιστον άλλα δύο χρόνια (βέβαια, αυτό μας έλεγαν και προ διετίας), ενώ η ΓΣΕΕ προβλέπει ανεργία 29-34% τον επόμενο χρόνο (και κανείς δεν τολμάει να την διαψεύσει, πολύ δε λιγότερο να προβλέψει μείωση της ανεργίας). Από την άλλη, η οικονομία της Αργεντινής, αφού έφτασε στο ναδίρ (που, όπως είδαμε, είναι το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, χωρίς όμως να έχουμε πιάσει ακόμα πάτο), ανέκαμψε εντυπωσιακά: η ανεργία έχει από το 2006 πέσει στο 8,5%, ενώ η χώρα παρουσιάζει τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στο δυτικό ημισφαίριο, με συνέπεια να “πιάσει” το προ-κρίσης ΑΕΠ της μέσα σε τρία χρόνια, ενώ μέσα σε άλλα δύο ξεπέρασε και το επίπεδο της ιστορικής της τάσης πριν από την κρίση (δηλαδή το ΑΕΠ που προβλέπονταν να έχει εκείνη τη χρονιά εάν δεν μεσολαβούσε η κρίση και η ύφεση)! Αντιγράφω το σχετικό γράφημα των Γουάισμπροτ-Μοντεσίνο (οι δύο καμπύλες είναι ευθυγραμμισμένες ως προς τη μέγιστη τιμή του ΑΕΠ, με τον κάτω χρονολογικό άξονα για την Ελλάδα και τον πάνω για την Αργεντινή):
Μάλιστα, πριν από έναν μήνα η Αργεντινή ξεχρέωσε με τις οικονομικές υποχρεώσεις της που προέκυψαν από την κρίση, ενώ κάτι τέτοιο ούτε η Ελλάδα των παιδιών μας δεν θα δει. Όσον αφορά, λοιπόν, στο μέλλον της κρίσης, είναι προφανές ότι πολύ θα θέλαμε να γίνουμε Αργεντινή.
Θα δούλευε μία τέτοια λύση στην Ελλάδα; Για να γίνει αυτό που είναι σήμερα, η Αργεντινή έκανε τρία βήματα:
i.Έδιωξε το ΔΝΤ, κήρυξε στάση πληρωμών απέναντί του (το αποπλήρωσε το 2006) και εγκατέλειψε τις φιλοκυκλικές υφεσιακές πολιτικές του (με διατήρηση κοινωνικών επιδομάτων και έλεγχο εξόδων σε άλλα πεδία).
ii.Προχώρησε σε αθέτηση πληρωμών του δημόσιου χρέους (χρεοκοπία), με αναδιάρθρωση των περισσότερων ομολόγων το 2005 στο 25-35% της αρχικής τιμής τους.
iii.Κατήργησε την ισοτιμία με το δολλάριο και άφησε το πέσο να υποτιμηθεί, κάτι το οποίο αύξησε τις εξαγωγές και μείωσε τις εισαγωγές δημιουργώντας μεγάλο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών.
Οι περισσότεροι επικριτές μιας “αργεντίνικης λύσης” επικεντρώνονται στην αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του τελευταίου βήματος στην Ελλάδα. Ακόμη και ο Βαρουφάκης, που συνήθως ελέγχει τα στοιχεία που παρουσιάζει, αναπαράγει τη συνήθη ένσταση ότι η ανάκαμψη της Αργεντινής ήταν αποτέλεσμα της εύνοιας της τύχης να αυξηθεί η ζήτηση για σόγια από την Κίνα. Οι Γουάισμπροτ-Μοντεσίνο σχολιάζουν σχετικά: “οι εξαγωγές συνεισέφεραν μόνο 12% στην ανάπτυξη της Αργεντινής κατά την διάρκεια της μεγέθυνσης το 2002-2008. Και μόνον το μισό αυτών των εξαγωγών αφορούσε εμπορεύματα ... Οι βασικοί παράγοντες τις πραγματικής ανάπτυξης ήταν η εγχώρια κατανάλωση και οι επενδύσεις”. Και σε σχέση με τον γνωστό μύθο ότι, αντίθετα από την Αργεντινή, η Ελλάδα δεν εξάγει τίποτε ή δεν παράγει τίποτε για να εξάγει (που σχολιάστηκε σε προηγούμενη ανάρτηση), ο Κρούγκμαν επισημαίνει ότι οι εξαγωγές των δύο χωρών (ως ποσοστό του ΑΕΠ) βρίσκονται ήδη στο ίδιο επίπεδο, ενώ αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία σχετικά με το ρόλο που μπορούν να παίξουν στην ανάκαμψη είναι το ποσοστό των εξαγωγών της Αργενινής πριν από την κατάργηση της ισοτιμίας, που είναι πολύ μικρότερο από το τρέχον ελληνικό. Ο Βαρουφάκης προσπάθησε να απαντήσει στα επιχειρήματα αυτά, αλλά χωρίς πειστικό τρόπο (π.χ., ισχθριζόμενος ότι δήθεν υπήρχε "υπο-εκμετάλλευση των παραγωγικών πόρων" της Αργεντινής το 2001, ειδικά της αγροτικής παραγωγής, λες και η ελληνική γεωργία αποδίδει στο 100%), δίνοντας την εντύπωση ότι απλά προσπαθεί να διασώσει το γόητρό του για την απερισκεψία του να υιοθετήσει το παραμύθι της έλλειψης ελληνικών εξαγωγών. Με δυο λόγια, δεν υπάρχει κανένα σοβαρό στοιχείο ότι η υποτίμηση του νομίσματος δεν θα βοηθήσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Αντίθετα, ο Πάνος Παναγιώτου επισημαίνει ότι “Από το 1981 μέχρι και το 2001 η τιμή της δραχμής έναντι του δολαρίου μειώθηκε περισσότερο από 80% αποδεικνύοντας πέρα από κάθε αμφιβολία τη σύνδεση της οικονομικής επιβίωσης της Ελλάδας με τη δυνατότητα άσκησης μίας νομισματικής πολιτικής προσαρμοσμένης στις ιδιαίτερες ανάγκες της και το κυριότερο με την ανάγκη για ένα, διαχρονικά, φθηνό και σταθερά υπό υποτίμηση νόμισμα το οποίο θα επέτρεπε την εξομάλυνση των δημοσιονομικών, εμπορικών και γενικότερα οικονομικών ανισορροπιών που αντιμετώπιζε η χώρα και θα βοηθούσε στον έλεγχο της πορείας του χρέους”. Για οικονομίες όπως η ελληνική, η υποτίμηση δείχνει να είναι περισσότερο ευλογία παρά κατάρα.
Το πρώτο βήμα (“απαγκίστρωση” από τις πολιτικές του ΔΝΤ) δείχνει να είναι επιβεβλημένο για την ανάκαμψη της οικονομίας. Η συνταγή που εφαρμόζεται είναι η ίδια που εφαρμόστηκε σε όλες τις χώρες τις οποίες επισκεύτηκε το ταμείο, στις περισσότερες από τις οποίες (όπως π.χ. στην Αργεντινή) απέτυχε, αφού οδήγησε σε βαθιά ύφεση που ενεργούσε ως τροχοπέδη στις όποιες προσπάθειες ανάκαμψης (ενώ παίχτηκε και το γνωστό μας σενάριο, η αποτυχία του “προγράμματος” να χρεώνεται στην απροθυμία της κυβέρνησης να το εφαρμόσει πιστά). Ελάχιστα παραδείγματα χωρών προβάλλονται ως “επιτυχίες” όπου η οικονομία ανέκαμψε μέσα από την εφαρμογή λιτότητας, με χαρακτηριστικότερα αυτά των Βαλτικών χωρών. Ο Μάικλ Χάντσον, ο οποίος “συμβούλευσε μέλη της λετονικής κυβέρνησης για εναλλακτικές επιλογές αντί της λιτότητας”, περιγράφει τι ακριβώς συνέβει στη Λετονία: 25% ύφεση (κοντεύουμε κι εμείς), >20% ανεργία (τους ξεπεράσαμε), 30% μείωση μισθών δημοσίου (πφφφ, ψίχουλα τους κόψανε), 10% μείωση πληθυσμού λόγω μετανάστευσης (η τελευταία απογραφή έδειξε ότι ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 150χιλ. μεταξύ 2001 και 2011, αλλά σχεδόν σίγουρα είμαστε μόνο στην αρχή), μειωμένος αριθμός γεννήσεων (τι είναι αυτό;), πολύ μεγάλος αριθμός αυτοκτονιών (ε, καλά, σε μας τώρα;), αλκοολισμός (ευτυχώς εμείς δεν έχουμε βότκα), υψηλή εγκληματικότητα (για Λετονούς Χρυσαυγανούς δεν ανέφερε τίποτε), χαμηλής ποιότητας παιδεία (να τους στείλουμε τη Διαμαντοπούλου;) και “διαρροή εγκεφάλων” (“brain drain” δηλαδή, μη φανταστείτε τίποτε μακάβριο). Δεν ξέρω πόσο ελκυστική φαντάζει αυτή η “επιτυχημένη” οικονομία, αλλά δεν έχει και πολλή σχέση με την ανάκαμψη της Αργεντινής (ναι, όμως η Λετονία μπορεί να μπει στο ευρώ, γιούπι!). Ωστόσο, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι η ανάκαμψη τόσο της Λετονίας, όσο και της Εσθονίας (18% ύφεση), βασίστηκε σε επιδοτήσεις της ΕΕ (όχι δάνεια ή άλλη “βοήθεια”, που πρέπει να επιστραφεί τοκισμένη).
Άλλοι επικριτές του αργεντίνικου μοντέλου προσπαθούν να πείσουν ότι η οικονομία της Αργεντινής δεν είναι και τόσο επιτυχημένη όσο παρουσιάζεται. Για παράδειγμα, αναφέρουν ότι τώρα που είναι έτοιμη να βγει στις "αγορές", η Αργεντινή δεν μπορεί να πετύχει επιτόκιο δανεισμού κάτω από 10%. Αλλά είναι περίεργο να χρησιμοποιεί κανείς την αδυναμία δανεισμού με μικρό επιτόκιο ως επιχείρημα, όταν ο φθηνός δανεισμός είναι αυτός που μας έφερε εδώ και σχεδόν όλοι επιθυμούν να πάψουμε να "ζούμε με δανεικά". Σε κάθε περίπτωση, είναι αναμφισβήτητο ότι η οικονομική κατάσταση της Αργεντινής είναι πολύ καλύτερη από τη σημερινή της Ελλάδας (που θα δανείζονταν από τις αγορές με επιτόκιο >35%), αλλά ακόμα και από την μελλοντική της οικονομική κατάσταση με βάση τις (ανεδαφικές) προβλέψεις του ΔΝΤ, εάν εφαρμοστεί το (υπεραισιόδοξο) τρέχον πρόγραμμα.
Παρότι οι επικριτές δεν πείθουν, υπάρχουν μερικά αγκάθια στο δρόμο προς την Αργεντινή, τα οποία δεν είναι καθόλου αμελητέα. Το πρώτο έχει σχέση με τη μεταβατική περίοδο από το ευρώ στο εθνικό νόμισμα (που είναι ίσως η μόνη ένσταση του Βαρουφάκη που έχει βάση), το οποίο (σε αντίθεση με την Αργεντινή) δεν υπάρχει και θα χρειαστεί να δημιουργηθεί εκ νέου (=τυπωθεί). Μία κυβέρνηση με εθνική ευθύνη θα μπορούσε να προχωρήσει τις διαδικασίες με σχετική μυστικότητα και να ψηφίσει σε ένα Σαββατοκύριακο τους κατάλληλους νόμους (π.χ., μετατροπή καταθέσεων σε εθνικό νόμισμα, περιορισμοί εξαγωγής κεφαλαίου, κλπ). Κοιτώντας, όμως, τα κόμματα του κοινοβουλίου και τις θέσεις που έχουν υποστηρίξει, κάτι τέτοιο δεν φαντάζει πιθανό (ακόμα και η άποψη του Τσίπρα ότι "το Ευρώ δεν είναι φετίχ" φαίνεται να ειπώθηκε χωρίς να την πολυπιστεύει), εκτός και αν έρθουν τα πάνω κάτω με πρωθυπουργό Μιχαλολιάκο ή Παπαρήγα. Πιο πιθανό φαίνεται η όποια σημερινή ή μελλοντική κυβέρνηση να περιμένει να της επιβληθεί μία τέτοια λύση από τους "εταίρους", δηλαδή όταν αυτοί θα αποφασίσουν ότι δεν τους επηρεάζει και πολύ και ίσως τους βολεύει και πολιτικά (π.χ., εάν η Μέρκελ αποφασίσει να σύρει, α λα Βερκιγκετόριξ, σιδηροδέσμια την Ελλάδα πίσω από το άρμα της στον θρίαμβο που θα ετοιμάσει στο Βερολίνο προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές). Όμως στην περίπτωση αυτή η χώρα θα είναι σε πλήρη αδυναμία να χειριστεί τη μοίρα της μόνη της και θα εξαρτάται αποκλειστικά από τη στήριξη των "εταίρων". Επίσης, είναι αβέβαιο κατά πόσο μπορεί να σταθεί νομικά ένας περιορισμός της κίνησης κεφαλαίου στα πλαίσια της ΕΕ, στην οποία θα θέλαμε να παραμείνουμε (εκτός του παραπάνω σεναρίου με Μιχαλολιάκο/Παπαρήγα), χωρίς την έγκριση ή την ανοχή των "εταίρων".
Το δεύτερο αγκάθι έχει σχέση με το δεύτερο βήμα που έκανε η Αργεντινή (χρεοκοπία). Μία ελεγχόμενη χρεοκοπία που στοίχισε στους ομολογιούχους πάνω από 70% (δηλαδή όσο και η αναδιάρθρωση του χρέους της Αργεντινής) έχει ήδη συμβεί (PSI+), αλλά το αποτέλεσμά της ήταν πενιχρό, με τον Παναγιώτου να το εκτιμά γύρω στο 2% μείωση του χρέους (ως προς το ΑΕΠ) και να το χαρακτηρίζει ως το πιο επιτυχημένο (λόγω ποσοστού συμμετοχής, αλλά και δεδομένου του προτέρου... ατίμου βίου της κυβέρνησης που το οργάνωσε), αλλά ίσως το πιο αναποτελεσματικό παράδειγμα αναδιάρθρωσης χρέους στην ιστορία. Μία δεύτερη αναδιάρθρωση, αυτή τη φορά στους επίσημους δανειστές μας (OSI), είναι σχεδόν σίγουρη, αλλά εάν είναι τόσο “αποτελεσματική” όσο η πρώτη, η Ελλάδα θα έχει κάψει όλα τα χαρτιά της για μηδαμινό όφελος. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, ο σκοπός της Τρόικας και του εφαρμοζόμενου προγράμματος δεν ήταν ποτέ η “διάσωση” της ελληνικής οικονομίας. Κρίνοντας τουλάχιστον εκ του αποτελέσματος, η “στήριξη” της ελληνικής οικονομίας είχε ως συνέπεια την παροχή αρκετού χρόνου στις ευρωπαϊκές τράπεζες, ώστε να ξεφορτωθούν τα τοξικά ελληνικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους και να τα φορτώσουν στον ευρωπαίο φορολογούμενο. Ακόμη και η (αναπόφευκτη) αναδιάρθρωση του σχετικά μικρού ποσοστού που τους απέμεινε (PSI) απέβλεπε πρωτίστως (εκτός από τα πολιτικά οφέλη για την φύλακα Άγγελα) στην εξασφάλιση του ποσοστού τους που δεν κουρεύτηκε, μέσω αγγλικού δικαίου. Αυτό το τελευταίο (αγγλικό δίκαιο), είναι ίσως το μεγαλύτερο έγκλημα που διαπράχθηκε από ελληνική κυβέρνηση (ακόμη και ο Καρατζαφέρης αναρωτιόταν "γιατί να μην διέπεται απο το γερμανικό δίκαιο, που άλλωστε συμμετέχει στην συμφωνία"), αφού παρέδωσε στους δανειστές το μεγαλύτερο διαπραγματευτικό χαρτί μας και κατέστησε μία δεύτερη (πιο ουσιαστική) αναδιάρθρωση ιδιαίτερα επώδυνη, αν όχι επικίνδυνη για τη χώρα.
Το τρίτο αγκάθι έχει σχέση με το νόμισμα που θα διέπει το χρέος μετά την αποχώρηση από το Ευρώ. Είναι προφανές ότι εάν το χρέος παραμείνει σε ευρώ και το ΑΕΠ εκφράζεται πια σε εθνικό νόμισμα, ο λόγος χρέος προς ΑΕΠ θα εκτοξευτεί από το 160% που είναι τώρα σε πάνω από 400%, ποσοστό που σε καμία περίπτωση δεν είναι βιώσιμο, ακόμη και με αναστολή πληρωμών τόκων για μερικά χρόνια. Βέβαια, ούτε η Αργεντινή μετέτρεψε το χρέος της σε πέσος, αλλά υπάρχει μία... μικρή διαφορά μεγέθους: το δικό της χρέος προς ΑΕΠ ήταν γύρω στο 60% πριν την υποτίμηση και ανέβηκε στο 140%, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο απ' ό,τι είναι ήδη το δικό μας, το οποίο θα παραμείνει γύρω στο 160% ακόμη και μετά την (υποτιθέμενη) μετατροπή του. Αυτή η τελευταία δεν είναι πλέον νομικά δυνατή, αφού τα περίπου €110δις του ("κουρεμένου") ιδιωτικού χρέους διέπονται πια από αγγλικό δίκαιο (αντί για εθνικό, όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε), ενώ το υπόλοιπο υπόκειται σε διεθνείς συμφωνίες (με ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ) και δεν κουρεύεται χωρίς την συναίνεση της "άλλης πλευράς".
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, προϋπόθεση για να ξεπεραστούν και τα τρία εμπόδια (που πιθανόν δεν είναι τα μόνα) είναι η σύμφωνη γνώμη και η στήριξη των εταίρων μας. Με άλλα λόγια, όσο και αν το θέλουμε, δεν μπορούμε να γίνουμε Αργεντινή, αν δεν μας το επιτρέψουν οι “φίλοι” μας. Αλλά εάν ήθελαν να μας το επιτρέψουν, τότε θα ήταν πολύ πιο εύκολο (και ανώδυνο γι’ αυτούς) να μας βοηθήσουν να εφαρμόσουμε τη σωστή συνταγή (γενναία αναδιάρθρωση τον Μάιο του 2010, αντί για εξοντωτική λιτότητα) από την αρχή, συνταγή την οποία γνώριζε πολύ καλά το ΔΝΤ και μάλιστα πρότεινε στην κυβέρνηση. Αντίθετα, σε συνεργασία με την ελληνική (?) κυβέρνηση, μας εξώθησαν στο πρόγραμμα προστασίας των τραπεζών τους εις βάρος του έλληνα, αλλά και του ευρωπαίου φορολογούμενου και φρόντισαν με το Μνημόνιο 2 η Ελλάδα να κάψει τα καράβια της, ώστε να μην υπάρχει πια η δυνατότητα επιστροφής σε εθνικό νόμισμα.
Εάν η Ελλάδα ήταν άνθρωπος, θα ήταν ηρωίδα σε ταινία του Λαρς φον Τρίερ: μετά από μία σειρά αποτυχημένων εραστών (Παπανδρέου Β´, Μητσοτάκης, Σημίτης, Καραμανλής Β´) που την έριξαν στο βούρκο, είδε φως ελπίδας στο πρόσωπο τριών “πριγκήπων” (Παπανδρέου Γ´, Παπαδήμος, Σαμαράς), τους οποίους εμπιστεύτηκε, τον έναν μετά τον άλλο, για να αποδειχτούν αδίστακτοι απατεώνες που έφεραν τον απόλυτο εξευτελισμό. Ο πρώτος τη διαπόμπευσε (βλ. δηλώσεις περί “Τιτανικού” και διεφθαρμένης χώρας) ώστε να νιώθει ότι της αξίζει αυτό που πρόκειται να της συμβεί, ο δεύτερος την έδεσε χειροπόδαρα στο κρεβάτι (βλ. PSI+, δανειακή, Μνημόνιο 2) και ο τρίτος βγήκε στη γύρα ψάχνοντας υποψήφιους πελάτες (βλ. “ιδιωτικοποιήσεις”, σκάνδαλο ΑΤΕ, δηλώσεις για ΤΤ, “αξιοποίηση” ακατοίκητων νησιών, εισηγήσεις “Τρόικας”) για να ασελγήσουν στο ακινητοποιημένο κορμί της. Μόνο που, σε αντίθεση με το Dogville, η τιμωρία των βιαστών της δεν φαντάζει ως πιθανή, αφού η ίδια τους επιβεβαίωσε στις μόλις προ τριών μηνών εκλογές.
Μα, τι κάθομαι και λέω τώρα; Τι ώρα είναι το τούρκικο σήριαλ στην τηλεόραση;
Μόναχο, 10 Σεπτεμβρίου 2012
Άγγελος Κανλής
Δευτέρα, 10 Σεπτεμβρίου 2012
Don’t cry for me Argentina